απόθεμα (αποθηκευτικό)
stockpile
Ερμηνεία:
H αποθήκευση μεγάλης ή επαρκούς ποσότητας αγαθών ή υλικών, που μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε μια περίοδο έλλειψης ή άλλης έκτακτης ανάγκης.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Face mask stockpile uncovered. [No authors listed]Br Dent J. 2020 Mar;228(5):320.
A stockpile of antiviral defences. Levesque S, Moineau S.Nature. 2018 Apr;556(7701):318-319.
The Strategic National Stockpile: identification, support, and acquisition of medical countermeasures for CBRN incidents. Neumeister SM, Gray JP.Toxicol Mech Methods. 2021 May;31(4):308-321.
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Iατρική διοίκηση:
|